Η ίδρυση και η πτώση της Super League ήταν η λογική εξέλιξη

Reading time5 λ

Το πρωί του Σαββάτου η άμεση δημιουργία της Super League ήταν απλά μια φήμη που ανησυχούσε τους παράγοντες της UEFA και γέμισε τα χρονολόγια σε social media, αλλά και τα δημοσιογραφικά γραφεία. Την Κυριακή, η φήμη έγινε είδηση με το ενδιαφέρον να στρέφεται στο ποιες μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες είναι μέσα και στην συνέχεια ποιος είναι ο σκοπός τους, το φορμάτ της νέας διοργάνωσης και τα οικονομικά δεδομένα. Τα ξημερώματα της Δευτέρας ήρθε και η ανακοίνωση της «γέννησης» του νέου συνεταιρισμού με 12 ιδρυτικά μέλη: τη Ρεάλ Μαδρίτης, τη Μπαρτσελόνα, την Ατλέτικο Μαδρίτης, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την Λίβερπουλ, τη Μάντσεστερ Σίτι, την Τσέλσι, την Αρσεναλ, την Τότεναμ, τη Γιουβέντους, τη Μίλαν και την Ιντερ. Επειτα από 48ώρες, το εγχείρημα μετατράπηκε σε ερείπιο με την αποχώρηση των έξι αγγλικών ομάδων, ενώ τις επόμενες ημέρες αποχώρησαν ή αποδέχθηκαν πως δεν μπορεί να προχωρήσει έτσι το πλάνο και η Ατλέτικο Μαδρίτης, η Μίλαν, η Ιντερ και η Γιουβέντους, ενώ η Μπαρτσελόνα ανακοίνωσε πως το αν θα μείνει είναι απόφαση των μελών – ιδιοκτητών της. Μόνο η Ρεάλ Μαδρίτης έμεινε 100% μέσα στο πρότζεκτ.

Η ίδρυση και η πτώση της Super League ήταν η λογική εξέλιξη των πραγμάτων. Ας πάρουμε, όμως, τα δύο σκέλη με την σειρά.
Από το 2011 και μέχρι την έξαρση της πανδημίας του κορωνοϊού, που τόσο μεγάλο κακό έκανε και στο ποδόσφαιρο, η «βαριά βιομηχανία» του δημοφιλέστερου αθλήματος του πλανήτη, δηλαδή οι ευρωπαϊκές ομάδες, έκαναν μια μεγάλη ανατροπή ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Πέρασαν από χρέη περίπου 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ σε κέρδη σχεδόν 200 εκατομμύρια ευρώ!

Οι οικονομικές αναλύσεις μας δείχνουν πως πριν την πανδημία οι 98 σύλλογοι των πέντε μεγάλων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων (Αγγλία, Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) είχαν στην κατοχή τους το 77% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του ποδοσφαίρου στην ήπειρο. Φυσικά, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτού του 77%, ήταν στα χέρια των πλουσιότερων συλλόγων, ήτοι των 12 της Super League και άλλων τόσων.

Τον περασμένο Ιανουάριο, η αναφορά της εταιρίας Deloitte στην ετήσια Money League, αποκάλυψε πως τα 12 ιδρυτικά μέλη του συνεταιρισμού κατέγραψαν απώλειες 834,2 εκατομμύρια ευρώ για την σεζόν 2019-20, την πρώτη στην «εποχή της Covid-19». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ECA, του Συνδέσμου Ευρωπαϊκών Συλλόγων, όλο το άθλημα στην Ευρώπη έχασε περί τα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ.

Γίνεται αντιληπτό πως έχοντας τον πλούτο στα χέρια τους, αλλά και με ελάχιστες απώλειες σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ομάδες, αυτές οι 12 αποφάσισαν να κάνουν το βήμα.

Αλλωστε, η πρόσφατη δραστηριότητα μας παρουσιάζει ένα τοπίο μάλλον ασυνήθιστο. Ολοένα και περισσότερα private equity funds αποφασίζουν να δραστηριοποιηθούν στον αθλητισμό και δη στο ποδόσφαιρο. Το σπορ παραμένει μια ελκυστική προοπτική για τους επενδυτές, είτε λόγω των τηλεοπτικών δικαιωμάτων του, είτε γιατί θα πάρει τα… πάνω της η αξία των κορυφαίων κλαμπ και όχι μόνο όταν θα επιστρέψουν οι θεατές στις εξέδρες και θα δημιουργηθεί ένα cash stream που τώρα δεν υπάρχει λόγω των περιοριστικών μέτρων και τέλος, γιατί οι σύλλογοι των δημοφιλέστερων αθλημάτων μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε media companies και να παράγουν περιεχόμενο για ένα ευρύ κοινό που καταναλώνει από ειδήσεις, αναλύσεις, docu-series και podcasts.

Η Super League θα επέτρεπε σ’ αυτές τις ομάδες να προσφέρουν στο μπουκέτο υπηρεσιών τους και τέσσερα παιχνίδια. Αυτό θα έδινε και μεγαλύτερη προβολή τους σπόνσορες και στους partners των ομάδων και θα τους επέτρεπε να βελτιστοποιήσουν τα έσοδά τους από την παγκόσμια απήχησή τους. Μια πρόσφατη έρευνα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έδειξε στους υπεύθυνους της ομάδας πως ενώ έχουν ένα κοινό 1,1 δισεκατομμυρίων ανθρώπων αυτοί δίνουν μόλις 57 λεπτά κατά κεφαλήν για ν’ αγοράσουν προϊόντα του κλαμπ. Η διοίκηση είχε στόχο να το αυξήσει στο ένα ευρώ κατά κεφαλήν.

Τη χρηματοδότηση της Super League ανέλαβε η τράπεζα JP Morgan. Θα έδινε αρχικά από 4 ως 6 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ τα ιδρυτικά στελέχη θα λάμβαναν μπόνους από 100 ως 350 εκατομμύρια ευρώ για την είσοδό τους με την υποχρέωση να τα επενδύσουν στις υποδομές τους. Η Ρεάλ Μαδρίτης, η Ατλέτικο Μαδρίτης, η Αρσεναλ και η Τότεναμ έχουν χρέη λόγω των νέων γηπέδων τους. Η Μίλαν και η Ιντερ προσπαθούν να κατασκευάσουν νέο από κοινού στο Μιλάνο, η Μπαρτσελόνα και η Τσέλσι έχουν αφήσει τα δικά τους πλάνα στο ράφι λόγω οικονομικών δυσκολιών.

Παράλληλα, από τα λεφτά της χρηματοδότησης θα έφτιαχναν ένα μηχανισμό στήριξης της υπόλοιπης «πυραμίδας» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Την πρώτη χρονιά λειτουργίας του θεσμού θα μοίραζαν 400 εκατομμύρια ευρώ. Συνολικά, στα 23 χρόνια που δεσμεύτηκαν και υπέγραψαν να συμμετέχουν θα έδιναν δέκα δισεκατομμύρια ευρώ σε πληρωμές στήριξης του ποδοσφαίρου. Πόνταραν πολλά σ’ αυτή την εξαγγελία για να κερδίσουν τη μάχη της κοινής γνώμης, όπως και στο ότι δεν θα είναι μια «κλειστή» λίγκα, αλλά σκοπεύουν να έχει 20 θέσεις με τις 15 καλυμμένες σταθερά από τα 12 + 3 ιδρυτικά στελέχη, αφού στην συνέχεια ήλπιζαν να ενσωματώσουν τη Μπάγερν Μονάχου, τη Ντόρτμουντ και την Παρί Σεν Ζερμέν στην λίστα των πρωτεργατών. Βέβαια, αυτές τις πέντε θέσεις τις άφησαν γιατί νομικά μια «κλειστή» λίγκα δεν θα λειτουργούσε λόγω της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Το ποδόσφαιρο, όμως, είναι μια βιομηχανία που παράγει πολλά χρήματα. Η δημιουργία αυτής της λίγκας θα απαξίωνε αυτομάτως τα μεγάλα πρωταθλήματα, τις διοργανώσεις της UEFA όπως το Champions League, το Europa League και το νεοσύστατο Europa Conference League καθώς και το διευρυμένο Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων της FIFA.

Ηταν αναμενόμενη η σκληρή απάντηση των ποδοσφαιρικών οργανισμών, αλλά και των πολιτικών δυνάμεων των εμπλεκομένων κρατών και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επιπλέον, πολλά από τα πλάνα της Super League δεν εξηγήθηκαν ή έμειναν σε μισές κουβέντες, ενώ την προσπάθεια καταδίκασαν οι δύο δημόσιες εμφανίσεις του προέδρου της και ισχυρού άνδρα της Ρεάλ Μαδρίτης, Φλορεντίνο Πέρεθ. Εμφανίστηκε κυνικός και αλαζονικός.

Η UEFA και η υπόλοιπη οικογένεια του ποδοσφαίρου μαζί με τους παίκτες και τους προπονητές – σε πολλές περιπτώσεις και των ίδιων των 12 ομάδων – αποφάσισαν να επιτεθούν με όλη τους τη δύναμη για ν’ αποτρέψουν το σχίσμα. Η αρνητική δημοσιότητα δεν έκανε καλό σε πολλές από τις ομάδες και αποφάσισαν ν’ αποχωρήσουν.

Ωστόσο, οι συνθήκες που έφεραν τις ομάδες σ’ αυτό το σημείο εξακολουθούν να υφίστανται.